[1] Τα Αναλυτικά Προγράμματα [Α.Π.], χωρίς να υποκαθιστούν το σύνολο της μεταρρυθμιστικής πολιτικής στην κυπριακή εκπαίδευση, συνιστούν ωστόσο την κορύφωση μιας διαδικασίας πολυσύνθετης και πρωτόγνωρης. Ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε με προηγούμενες διαδικασίες διαμόφωσης αναλυτικών προγραμμάτων (όπως αυτή του 2000, στην οποία ήταν περιορισμένης διάρκειας και εντεταλμένης σύνθεσης σχεδόν στο σύνολο από διοικητικούς παράγοντες του Υ.Π.Π.). Δεκάδες πανεπιστημιακοί και άλλοι ερευνητές, επιστήμονες και εκατοντάδες εκπαιδευτικοί της δημοτικής και μέσης «μάχιμης» εκπαίδευσης, όπως και επιστημονικοί φορείς, για πρώτη φορά εθελοντικά και ισότιμα συναντήθηκαν, συνδιαλέχτηκαν ή και διαφώνησαν, επεξεργάστηκαν προτάσεις και λύσεις από κοινού σε τόσο εύρος, με τόση διάρκεια και εμβάθυνση σε επιστημονικά, παιδαγωγικά και οργανωτικά πεδία –ιδιαίτερα στα φιλολογικά μαθήματα, που πιέζονται ασφυκτικά από το γενικότερο ωφελιμιστικό και τυχοδιωκτικό λάιφ στάιλ, από την παγκοσμιοποιημένη αγοραία βαρβαρότητα, που πολιορκεί τα σχολεία και την κοινωνία.
[2] Ως «Συνασπισμός Φιλολόγων» είχαμε προτείνει έγκαιρα στο ΚΔΣ του ΣΕΚΦ τη συγκρότηση ομάδων εργασίας ανά μάθημα. Πρόταση που, δυστυχώς, απορρίφθηκε πλειοψηφικά στις αρχές του 2009. Στη συνέχεια, ο «Συνασπισμός Φιλολόγων» (ευρισκόμενος σε συνεργασία με την «Προοδευτική Κίνηση Καθηγητών», με κινήσεις, ομάδες και απλούς συναδέλφους του δημοκρατικού και ευρύτερου αριστερού χώρου) μετείχε σε όλες τις Επιτροπές Α.Π. Φιλολογικών Μαθημάτων , δίπλα και μαζί με συναδέλφους όλων των ιδεολογικών απόψεων. Καταθέσαμε προτάσεις στις Επιτροπές που εργάστηκαν για τα Αρχαία Ελληνικά-Λατινικά, για την Ελληνική Γλώσσα, για τη Λογοτεχνία, για την Ιστορία, για την Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή. Γι’ αυτό και ο «Συνασπισμός Φιλολόγων», διατηρώντας τις ενστάσεις και τις ανησυχίες του για ορισμένες πτυχές της διαδικασίας ή για επιμέρους θέματα και προτάσεις [όπως η απουσία πεδίων που θα προβάλλουν πιο έντονα τη Φιλοσοφία, την Ψυχολογία ή την Κοινωνιολογία], εκτιμά ότι πρόκειται για μια σοβαρή προσπάθεια. για να αναζωογονηθεί η δημόσια εκπαίδευση της Κύπρου (πράγμα που θα επηρεάσει καθοριστικά και το περιεχόμενο της ιδιωτικής). Συντείνει στο να περιοριστούν τα χάσματα ανάμεσα στις βαθμίδες της εκπαίδευσης και να εξασφαλιστεί η ομαλή συνέχεια από βαθμίδα σε βαθμίδα και από τάξη σε τάξη., Επίσης, προσανατολίζει στο να ενισχυθεί η εκπαιδευτική αποκέντρωση και η αυτονομία της σχολικής μονάδας.
Στην Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, όπως και στα Λατινικά: παρόλο που θα μπορούσαμε να προβάλλουμε κι άλλες προτάσεις για επιλογή συγγραφέων και έργων, κρατάμε ως ουσιαστικό δεδομένο την γενικότερη κατεύθυνση: Η φιλοσοφία και μεθοδολογία της διδασκαλίας των κλασικών γλωσσών, στις προτάσεις του νέου Α.Π. στηρίζουν τη γνώση και την κατανόηση των απαρχών του ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά και την γόνιμη επαφή τους με τη σύγχρονη πραγματικότητα και την καλλιέργεια της αυτοσυνείδησης του σκεπτόμενου μαθητή. Η πολυτροπικότητα –στο πλαίσιο του σύγχρονου γραμματισμού-, η διατήρηση της αυτοτέλειας στη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, η υπέρβαση της προγονοπληξίας, μα και της άγονης μετωπικής διδασκαλίας και της παροδοσιακής διδακτικής προσέγγισης στη μετάφραση αρχαίων κειμένων συνιστούν θετικές εξελίξεις. Συνδυάζονται με την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας των αρχαιογνωστικών μαθημάτων, οργανικά ενταγμένων στο ευρύ φάσμα σπουδών εντός του νέου Α. Π., με τη διαφορετική φιλοσοφία στη μεταφραστική διαδικασία, την έμφαση στην ουσιαστική κειμενοκεντρική προσέγγιση, την ενσωμάτωση των Νέων Τεχνολογιών. Πρέπει να επισημανθεί η πρόταση της Επιτροπής Α.Π. για την ανάγκη συγγραφής νέων εγχειριδίων που να υπηρετούν τη νέα φιλοσοφία και να κινούν το ενδιαφέρον των μαθητών, καθώς τα υπάρχοντα, ιδιαίτερα στο Γυμνάσιο, κινούνται σε μια διαφορετική κατεύθυνση και δημιουργούν επιπρόσθετα προβλήματα. Ενδιαφέρουσα επιπλέον είναι η σύζευξη αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας με την πρόταση για διδασκαλία μεταφρασμένων έργων ή αποσπασμάτων της λατινικής γραμματείας στο Λύκειο.
Στη Νέα Ελληνική Γλώσσα συμφωνούμε με το βασικό μέλημα των προτάσεων, δηλαδή τον επαναπροσδιορισμό του μαθήματος της Γλώσσας ως μαθήματος κριτικού γραμματισμού. Με την έννοια ότι το γλωσσικό μάθημα επιδιώκει την καλλιέργεια συνειδητής επίγνωσης του τρόπου που η γλώσσα (ανεξάρτητα αλλά και σε αλληλεπίδραση με άλλους σημειωτικούς κώδικες, όπως τις εικόνες ή τους ήχους) λειτουργεί μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτισμικά περιβάλλοντα χρήσης και σε κοινότητες πρακτικής. Επίσης, δεν έχουν μικρότερη σημασία προτάσεις που αναδεικνύουν το σεβασμό της παιδικής και νεανικής ηλικίας, την καλλιέργεια των γλωσσικών δεξιοτήτων των μαθητών και την ικανότητα δημιουργικής αξιοποίησης της ποικιλότητας εντός της μητρικής γλώσσας (άρα και της επιστημονικής αξιοποίησης της κυπριακής διαλέκτου). Βλέπουμε ως ορθό τον απώτερο σκοπό της γλωσσικής διδασκαλίας, δηλαδή τη συνδιαμόρφωση των μαθητών σε κριτικά υποκείμενα, σε άτομα που μπορούν να διαπραγματεύονται κριτικά τον κόσμο τους αλλά και τον κόσμο πιο γενικά μέσα από κείμενα που παράγουν ή καλούνται να επεξεργαστούν. Η αξιοποίηση συνεργατικών πρακτικών και κοινωνικών δεδομένων στη διδασκαλία της γλώσσας, η κατανόηση του ρόλου κειμένων και κειμενικών ειδών ως μηχανισμών ιδεολογικών, ο προφορικός και ο γραπτός λόγος ως διαλογικές διαδικασίες στηρίζουν μια άλλη οπτική στο μάθημα και τροφοδοτούν νέα στοιχεία στο περιεχόμενο και στις στρατηγικές διδακτικής.
Στη Λογοτεχνία περισσότερο από κάθε άλλη φορά το Α.Π. εστιάζει στα λογοτεχνικά κείμενα και στην αναζήτηση ολόπλευρης λογοτεχνικής παιδείας. Δίνεται προσοχή στην ενεργό συμμετοχή των μαθητών, ως αναγνωστών και ερμηνευτών, και στην απόκτηση συνεκτικού και επαρκούς σώματος γνώσεων για την ελληνική (και για την κυπριακή εκδοχή της) και την ξένη μεταφρασμένη λογοτεχνία. Προκρίνεται ο «κριτικός λογοτεχνικός γραμματισμός» και η γλωσσική, αισθητική και πολιτισμική αγωγή των μαθητών. Υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα επιλογών που επιτρέπουν τη διάδραση λογοτεχνίας- τεχνών και τη διαθεματική προσέγγιση του λογοτεχνικού πεδίου ως αισθητικού-πολιτισμικού φαινομένου. Ξεχωριστή σημασία αποκτά η προσπάθεια συνομιλίας με τη νεοελληνική (και η σαφώς αξιόλογη κυπριακή συμβολή σ’ αυτήν μέσα από κείμενα διαλεκτικά και μη) και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η επεξεργασία, εκτός από τις υπάρχουσες,, και νέων επιλογών από κείμενα διδασκαλίας δεν πρέπει να αναβληθεί. Οι νέοι θεματικοί άξονες και η αποδέσμευση από παραδοσιακές διδακτικές εφαρμογές και εγχειρίδια μπορούν να ενισχύσουν τη φαντασία των μαθητών, τη δημιουργική γραφή, την αμφισβήτηση, την κριτική στάση και το σεβασμό της νεότητας.
Στην Ιστορία, η πρόταση Αναλυτικού Προγράμματος που υπογράφεται από τρία μέλη της πενταμελούς επιτροπής συντονιστών πανεπιστημιακών δεν στερείται επιστημονικών ερεισμάτων και εκσυγχρονιστικών προθέσεων σε σχέση με τα υφιστάμενα. Διαθέτει επίσης μια δική της συλλογιστική και επιχειρηματολογία ως προς την αναγκαία ανανέωση του ενδιαφέροντος για το ελληνικό και παγκόσμιο ιστορικό παρελθόν, για την κατανόηση της διαχρονικής πορείας του ελληνικού κόσμου και της Κύπρου. Αλλά για πολλούς λόγους η πρόταση αυτή αποδεικνύεται σε σημαντικά ζητήματα του περιεχομένου και της διδακτικής πιεσμένη από την εμμονή στην εθνοκεντρική αφήγηση της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής ιστορίας. Τοποθετείται σε πρωτεύουσα θέση η ιστορική αφήγηση πολιτικών και διπλωματικών γεγονότων. Η κοινωνική και πολιτισμική ιστορία απωθείται στο περιθώριο, ακόμη και στις λυκειακές τάξεις. Η θεματική διδασκαλία και η εμβάθυνση σε καίρια προβλήματα της κυπριακής, της ελληνικής, της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας ιστορίας «χάνονται». Αλλά παραμένει αναγκαία η επεξεργασία νέων προτάσεων που να λαμβάνουν υπόψη τις σημερινές ανάγκες και προτεραιότητες της κυπριακής κοινωνίας και εκπαίδευσης είναι απαραίτητη σε συνδυασμό με την άμεση αντικατάσταση των αντιπαιδαγωγικών και διδακτικά άκυρων βιβλίων. Ιδίως για το βιβλίο της Γ΄ Λυκείου: είχαμε συμβάλλει στις δύο προηγούμενες χρονιές στην άσκηση συστηματικής κριτικής όπως και στην τεκμηρίωση τριών συνεχόμενων αποφάσεων του ΚΔΣ του ΣΕΚΦ ενάντια στο αδιέξοδο του περιεχόμενου και τη διδακτική αφασία του. Επισημαίνουμε ότι στην ουσία το αναλυτικό πρόγραμμα της Ιστορίας «προσαρμόζεται» στα προηγούμενα σχολικά εγχειρίδια της Ελλάδας, κάνοντας μάλιστα επιλεκτική αξιοποίησή τους. Αποκλείεται έτσι η θεματική ιστορία και επιλέγεται η αδιέξοδη αφήγηση πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων μεγάλων ιστορικών περιόδων, ακόμη και στο Λύκειο. Ουσιαστικά, η διδασκαλία επικεντρώνεται στην εθνική ιστορία, καθώς, εκ των πραγμάτων, τα περισσότερα από τα υπόλοιπα πεδία δε διδάσκονται και ούτε πρόκειται να διδαχθούν.
Στην Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή με ενδιαφέρον διαπιστώνουμε την ανανεωτική διάθεση που αποτυπώνεται στο Αναλυτικό Πρόγραμμα, αλλά και την ανάγκη να υπάρξει σαφώς οριοθετημένη διδακτική περιοχή για το μάθημα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Στοχεύοντας στην ανάπτυξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων για τον ενστερνισμό ανθρωπιστικών και δημοκρατικών αξιών και στάσεων, την πρόταση διαπερνά η έγνοια για τη διαμόρφωση του ελεύθερου, υπεύθυνου, δημιουργικού, κριτικά στοχαζόμενου και δημοκρατικού πολίτη. Κατευθύνεται στην ανάδειξη της σημασίας των ανθρωπίνων και των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ειρηνικής συμβίωσης, της συμμετοχής στη ζωή, του σεβασμού της ετερότητας και ιδιοπροσωπίας του μαθητή και του πολίτη. Επισημαίνουμε την ανάγκη ακόμη καλύτερης αξιοποίησης νέων –ιδίως θεματικών, αλλά και των Νέων Τεχνολογιών- μεθόδων στη διδασκαλία από τους φιλολόγους και στον εμπλουτισμό του περιεχομένου με πτυχές της βιωματικής εμπειρίας των νέων, των συνεργασιών μέσα από διαθεματικές διδασκαλίες, τη σύνδεση με την πολυπολιτισμική κοινωνία, με τις πτυχές του κυπριακού προβλήματος και με τη βιώσιμη και δίκαιη λύση του.
[3] Στην πορεία εφαρμογής και αλληλεπίδρασης με τις πρόσφατες και με τις αναμενόμενες αποφάσεις για εκπαιδευτικές, διοικητικές, παιδαγωγικές αλλαγές, τα Α. Π. Φιλολογικών θα κατευθύνουν θετικά το μορφωτικό επίπεδο και τις παιδαγωγικές μεθόδους σε νέες συνθέσεις. Το περιεχόμενό τους θα πρέπει να μένει ανοιχτό σε αναζητήσεις, ανατροφοδοτήσεις, σε επιλογές ευέλικτης αναπροσαρμογής στην πραγματικότητα, αφού σε σύντομα και τακτά χρονικά διαστήματα θα πρέπει να ελέγχονται επιστημονικά –όπως απαιτεί το κίνημα των εκπαιδευτικών και όπως δεσμεύτηκε ο Υπουργός Παιδείας. Θα εργαστούμε μαζί με όλους τους φιλολόγους, και όλους τους άλλους εκπαιδευτικούς για την ενίσχυση του σύγχρονου ρόλου των φιλολογικών γνώσεων, των ανθρωπιστικών σπουδών και των Νέων Τεχνολογιών. Θα επιμείνουμε στην τόνωση των ελληνικών γραμμάτων αναδεικνύοντας τον οικουμενικό χαρακτήρα των αξιών του ελληνικού και του παγκόσμιου δημοκρατικού πολιτισμού.
Αναδεικνύεται ως απαραίτητη η ουσιαστική επιμόρφωση των συναδέλφων πάνω στα νέα αναλυτικά και στους νέους τρόπους διδασκαλίας που αυτά εισάγουν. Ας θεωρηθεί ως παράδειγμα προς αποφυγή η βεβιασμένη «επιμόρφωση» που έγινε πριν από μερικά χρόνια (2006) για τα νέα βιβλία που ήρθαν από την Ελλάδα.
Καταληκτικά επισημαίνουμε την πρώτιστη όλων ανάγκη: την έγκαιρη διαμόρφωση κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού σε συνδυασμό με τη συγγραφή νέων βιβλίων, όπου κριθεί αναγκαίο, και τη διεύρυνση των σχολικών –μαθησιακών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή και χρήση ψηφιακού διδακτικού υλικού και με το «διαδικτυακό σχολείο».
Γιώργος Κ. Μύαρης, Γιώργος Γιαλλούρης, Σταύρος Σταύρου – διαδοχικά εκπροσωπούντες τον “Συνασπισμό Φιλολόγων” στο ΚΔΣ του ΣΕΚΦ-ΟΕΛΜΕΚ στην τριετία 2007-2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου