Τελευταίες ειδήσεις

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Τα Αρχαία Ελληνικά και η «ιδιοπροσωπία μας»

του Βασίλη Καφαντάρη*



Φαίνεται ότι οι εμπνευστές της νέας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ανέθεσαν στα Αρχαία Ελληνικά ένα βαρύ και δύσκολο έργο. Υπερβολές θα πει κάποιος.  Για του λόγου το αληθές  παραθέτω  λοιπόν ένα αυτούσιο κομμάτι δείγμα της τεκμηρίωσης  που υποστηρίζει τις  προτάσεις της «Επιτροπής Αναδόμησης του Προγράμματος Σπουδών της Μέσης Εκπαίδευσης». Η πρόταση αναφέρει τα εξής:  «Η γλωσσική συνείδηση οικοδομεί την πολιτισμική ταυτότητα, και η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, σε διαρκή αναφορά προς τα Νέα Ελληνικά, ενισχύει τη συνείδηση του ανήκειν. (...)  Όλα αυτά κρίνονται απαραίτητα στην εποχή του κοσμοπολιτισμού και της παγκοσμιοποίησης και των κινδύνων υπό τους οποίους τελεί ο κυπριακός ελληνισμός.» Το μάθημα  των Αρχαίων Ελληνικών οφείλει « να συμβαδίζει μερικώς και με το αντίστοιχο πρόγραμμα της Ελλάδος, όπου το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών προσφέρεται σε 5 περιόδους.»  Έτσι «Μέσα από τις γλωσσικές αναγωγές στις αρχαίες καταβολές αναγνωρίζουμε ως Έλληνες και Ευρωπαίοι πολίτες την ιδιοπροσωπία μας.»  Από τα παραπάνω φαίνεται ότι ο ρόλος  που επιφυλάσσεται στο διδακτικό αντικείμενο των Αρχαίων Ελληνικών μοιάζει να το καθιστά «φάρμακο για κάθε αρρώστια» που απειλεί την εθνική και πολιτιστική μας ταυτότητα. Ας μην κρυβόμαστε αυτές οι απόψεις δεν είναι καθόλου νέες και στηρίζονται σε δύο διαχρονικά ιδεολόγηματα:
α) ότι η διδασκαλία των αρχαίων από το πρωτότυπο οδηγεί στην εμβάθυνση της εθνικής συνείδησης και της καλλιέργειας του ανθρωπισμού και
β) βοηθά στην καλύτερη γνώση της νέας ελληνικής.
Οι ρίζες της πρώτης άποψης ανάγονται στα χρόνια Όθωνα (1856),  ταυτίζουν αυθαίρετα τον ανθρωπισμό με τα αρχαία κλασσικά και χριστιανικά κείμενα, και μάλιστα με το γλωσσικό τύπο του πρωτοτύπου, και οδήγησαν στο παρελθόν  τους συντηρητικούς  διανοούμενους στην υπεράσπιση ενός κλασσικού γυμνασίου αριστοκρατικής υφής, με αποστεωμένο πνεύμα, στραμμένο στη γλωσσική διδασκαλία της Αττικής διαλέκτου, που εξυπηρετούσε σε τελευταία ανάλυση μόνο την επιβίωση της καθαρεύουσας ως μιας γλώσσας ακαδημαϊκής, επίσημης και γραφειοκρατικής (ως το 1979).  Πρόκειται για ένα αντιδραστικό ανθρωπισμό, που στην πραγματικότητα αναιρούσε την ίδια την ουσία του ανθρωπισμού, εφόσον έβλεπε τον άνθρωπο ως ιδέα  έξω από τις αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες ο ανθρωπισμός διαμορφώνεται και, φυσικά, μπορεί να πραγματοποιηθεί.1    Η εμπειρία της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο  στην Μέση Εκπαίδευση της Ελλάδας, ήδη από το 1960 είχε οδηγήσει πολλούς φιλόλογους και πανεπιστημιακούς στο συμπέρασμα ότι  οδήγησε στη μίμηση και τη λατρεία των νεκρών γλωσσικών τύπων του παρελθόντος,  «καλλιέργησε το μονολιθικό ανθρωπισμό που, δεν ανταποκρίθηκε ποτέ σαν πνεύμα και σαν πράξη στο ανθρωπιστικό ιδανικό.  Δεν επέτρεψε το αντίκρυσμα του πραγματικού ανθρώπου, ώστε να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στα προγράμματα και καταδίκασε τη χώρα και το λαό στην υπανάπτυξη».2 Στο όνομα του ανθρωπισμού και της ελληνικότητας η ελληνική εκπαίδευση δεν παρακολούθησε τις προοδευτικές εκπαιδευτικές αλλαγές άλλων χωρών κι έμεινε συνδεδεμένη με άγονους τύπους του παρελθόντος οι οποίοι αδυνατούσαν να υποστηρίξουν τη χώρα στην αναπτυξιακή της πορεία, υποτιμώντας παράλληλα τους κλάδους των θετικών επιστημών και της τεχνολογίας.   Η Ρόζα Ιμβριώτη σημειώνε πως «η σημερινή παιδεία κατάντησε απλή γυμναστική του πνεύματος με τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά κι έμεινε καθαρά φορμαλιστική. Αγνοεί ολότελα την πραγματικότητα και τις ανάγκες της».3 Χρειάζεται να μάθουν οι μαθητές να «αφομοιώνουν δημιουργικά το πνεύμα των αρχαίων και όλες τις αξίες και τα στοιχεία που βοηθάνε στην ψυχική και πνευματική καλλιέργεια και συγκρότηση του ανθρώπου (...) με γνώμονα φυσικά το συμφέρον ολόκληρου του λαού κι όχι μιας ολιγάριθμης πνευματικής αριστοκρατίας»4 που αυτάρεσκα κομπάζει απέναντι στον απλό λαό. Τα παραπάνω ελήφθησαν υπόψη στις ελληνικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν το 1964 του Γ.Παπανδρέου, το 1976 του Κ.Καραμανλή.  Τα αρχαία από το πρωτότυπο επανήλθαν  στο Γυμνάσιο το 1992 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη με βάση τα δύο παραπάνω ιδεολογήματα. Το 2005 - επί Καραμανλή-  η διδασκαλία των Αρχαίων στο  πρωτότυπο έγινε τρίωρη.  Παρά τις διακηρύξεις-στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων του 2006 – που επαναλαμβάνει και η κυπριακή επιτροπή αναδόμησης- η προσέγγιση των κειμένων ακόμη και σημέρα γίνεται με επιμονή στη γραμματική, στη σχολαστική αναλυτική σύνταξη που συνήθως οδηγούν σε αλλόκοτες προβληματικές μεταφράσεις, αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο το κείμενο και τις ιδέες που σε αυτό διατυπώνονται και αναπτύσσονται. Η πρόσφατη «Πανελλαδική ΄Ερευνα για τη γλωσσική επάρκεια των μαθητών στο Γυμνάσιο» του 2010 (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, υπεύθυνη Χ. Αργυροπούλου) εκφράζει προβληματισμό για το πώς διδάσκονται τα Αρχαία και επισημαίνει ότι οι αδυναμίες που συναντούν οι μαθητές στα Αρχαία οφείλονται στην ελλιπή γλωσσική κατάρτισή τους στην Νέα Ελληνική. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα «η εισαγωγή των αρχαίων από το πρωτότυπο το 1992 δεν έγινε πρωτίστως για τη βελτίωση της γλωσσικής ικανότητας στη νεοελληνική;»5  

1.Τζήκας, Χ. «Λόγος και αντίλογος για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής  γραμματείας από μετάφραση στη Μέση Εκπαίδευση (1957-1967)»
2. Αποστολόπουλος,  Φ. (1963) « Αναθεμελίωση της Μέσης Παιδείας»,  Αυγή, (9 Ιουλίου 1963)
3. Ιμβριώτη, Ρ. 1966, σ. 81 «Η Παιδεία μας»
4. Κοσπεντάρης, Γ.  (1957) Η αναμόρφωση της ελληνικής παιδείας, Νέα Οικονομία, (τ. 12, Δεκέμβριος)
 5. Χασεκίδου Θ. «Η ανθρωπιστική παιδεία στην Ελληνική Εκπαίδευση» Τα εκπαιδευτικά, (τεύχος 103-104)
 

*Φιλόλογος.

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

Εκπαιδευτική πολιτική αποδόμησης

Είναι πραγματική ανάγκη η αλλαγή του προγράμματος σπουδών της δημόσιας εκπαίδευσης στην Κύπρο, κανείς δεν έχει αντίρρηση. Όλοι συμφωνούν ότι «Ζητούμενο υπήρξε η βελτίωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος και του επιπέδου της παρεχόμενης παιδείας στους μαθητές»   και απαιτούνται αλλαγές που  «εκσυγχρονίζουν και καθιστούν αποτελεσματικό το ισχύον Ωρολογίου Προγράμμα» (αποσπάσματα από την Τελική Πρόταση της Επιτροπής Αναδόμησης/Αναδιαμόρφωσης του Ωρολογίου Προγράμματος Σπουδών της Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης).  Πέρα από τις πολλές διαφωνίες που αφορούν αυτό καθεαυτό το νέο πρόγραμμα και την κατανομή των διδακτικών  ωρών των διαφόρων γνωστικών αντικειμένων,  πιστεύω ότι το κύριο ζήτημα που προκύπτει είναι ο χαρακτήρας και η φιλοσοφία της νέας  ευρύτερης εκπαιδευτικής αναδόμησης που προτείνεται από τη σημερινή κυβέρνηση της οποίας οι νέες προτάσεις αποτελούν μικρό τμήμα.   Εξηγούμαι από την αρχή, θεωρώ ότι η φιλοσοφία της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης και η εκπαιδευτική πολιτική της  δεν συνάδει με τις ανάγκες και απαιτήσεις της σημερινής κυπριακής κοινωνίας και αποτελούν  σε μεγάλο βαθμό πισωγύρισμα.  Θέτω αμέσως τα δύο κύρια ερωτήματα που οφείλουν να απασχολούν όλους μας, αλλά κυρίως  τους διαμορφωτές και τους συντελεστές της εκπαιδευτικής πολιτικής :
 α) Ποια γνωστικά εφόδια και δεξιότητες λαμβάνει ο σημερινός μαθητής, ώστε να είναι σε θέση αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της αειφόρου ανάπτυξης;
β) Πώς προετοιμάζονται οι μαθητές μας να ζήσουν σε μια ενιαία Κύπρο σε συνεργασία με το σύνοικο στοιχείο;
Ξεκινώντας  από το πρώτο ερώτημα, παρατηρούμε ότι η επιτροπή στην προσπάθειά της  για να αποκτήσουν εγκυρότητα οι εισηγήσεις της κάνει συχνότατη επίκληση στα όσα γενικά ισχύουν «στην Ευρώπη». Στη Δυτική  Ευρώπη στρέφει το βλέμμα της και μάλιστα στα «Εκπαιδευτικά Συστήματα, Γερμανίας, Ιταλίας, Ισπανίας, Γαλλίας και Αγγλίας» απ’ όπου επιλέγει κατά το δοκούν ότι βολεύει,  μια και  ισχύουν πολλά και κάποτε αντιφατικά προγράμματα. Αλλά από την επισταμένη προσοχή των μελών της επιτροπής ξεφεύγει μια κρίσιμη «λεπτομέρεια». Στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες και ειδικότερα στη Γερμανία  τουλάχιστον το 60% των μαθητών της Μέσης Εκπαίδευσης σπουδάζει σε  τεχνικά-επαγγελματικά λύκεια, ενώ στην Κύπρο  μόλις το 13%. Φαίνεται ότι εκεί προτιμούν την εκπαίδευση καλών εξειδικευμένων επαγγελματιών που θα απασχοληθούν σε παραγωγικές επιχειρήσεις, ενώ εδώ έχει γίνει αυτοσκοπός η απόκτηση ενός πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών πέρα και έξω από τις εγχώριες ανάγκες και δυνατότητες απασχόλησης.  Οι γερμανικές εκπαιδευτικές αρχές  ήδη από τα χρόνια του γυμνασίου δίνουν έμφαση και σε τεχνολογικά-μηχανολογικά αντικείμενα σπουδών που απαιτούν ανάπτυξη πολλών δεξιοτήτων, κάποια μορφή εξάσκησης και συνδυασμό πολλών μορφών νοημοσύνης. Στη δική μας Α’ Γυμνασίου ο μαθητής  από τις 37 διδακτικές περιόδους  της εβδομάδας μόνο στη διάρκεια των 7 περιόδων Φυσικής Αγωγής, Σχεδιασμού Τεχνολογίας και Μουσικής [σημείωση: η νέα πρόταση τις μειώνει από 7 σε 4 (2+1+1=4)]  δύναται να χρησιμοποιήσει και άλλα μέλη του σώματός του εκτός από τα δύο δάκτυλα με τα οποία γράφει (κάτι αντίστοιχο βέβαια συμβαίνει και στις υπόλοιπες τάξεις).  Μόνο στις νεανικές παρέες ο μαθητής μπορεί να γνωρίσει τη λειτουργία των μηχανών, υπολογιστών κλπ.  και μόνο όταν φθάσει δεκαπέντε ετών μπορεί να εγγραφεί σε Τεχνική Σχολή.  Αλλά και τότε η «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα συνήθως τον σπρώχνει στο  Ενιαίο Λύκειο. Εξάλλου εκπαιδευτικοί  και γονείς γνωρίζουν ότι πολλοί μαθητές μας ακολουθούν ένα λυκειακό πρόγραμμα που δεν συνάδει με τα ενδιαφέροντα και τις επαγγελματικές προτιμήσεις τους, γεγονός που αν μη τι άλλο οδηγεί σε πλήξη και αδιαφορία .
Δεν  σημείωσα τυχαία την έννοια της αειφόρου ανάπτυξης. Αρκεί να στρέψουμε το βλέμμα γύρω μας. Βλέπουμε τις επιπτώσεις μιας ενεργοβόρας, ρυπογόνας «προόδου», ένα τσιμεμεντοποιημένο νησί - ένθεν και κακείθεν-  στο όνομα της «αναπτυξης»  που απειλεί με ανεπανόρθωτη βλάβη το φυσικό περιβάλλον, τον πραγματικό πλούτο. Με την οικονομική κρίση βιώσαμε την κατάρρευση της ναυαρχίδας της πάλαι ποτέ «θωρακισμένης» οικονομίας, δηλαδή του τραπεζικού κλάδου. Η ελπίδα δημιουργίας εγχώριου ενεργειακού κόμβου εξαντλείται, τα αποθέματα  φυσικού αερίου περιορίζονται ενώ αντίθετα οι φοιτητές που γράφονται σε παρεμφερείς με την εκμετάλλευσή του σχολές ιδιωτικών  πανεπιστημιών αυξήθηκαν. Τα δε πανεπιστήμια παράγουν πλήθος πτυχιούχων, απόφοιτους καθηγητικών σχολών, φερέπλιδες πτυχιούχους νομικής και αλλων ανθρωπιστικών και όχι μόνο κλάδων, οι οποίοι οδηγούνται στην ετεροαπασχόληση. Ταυτόχρονα,  πολλοί νέοι σπουδάζουν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια  αντικείμενα που οδηγούν στην ανεργία λόγω μειωμένης ή ανύπαρκτης ζήτησης, με μεγάλο όμως κόστος για τις οικογένειές τους και ικανοποιητικά κέρδη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.  Το υπάρχον μοντέλο της επίπλαστης και εφήμερης «ευμάρειας» τελείωσε. Οι υπάρχουσες δομές της δημόσιας εκπαίδευσης, η κυβερνητική πολιτική για την παιδεία και οι  προτάσεις της επιτροπής για αναδόμηση του προγράμματος σπουδών στη Μέση Εκπαίδευση τροφοδοτούν αυτόν τον φαύλο κύκλο.  Χρειαζόμαστε άλλο αναπτυξιακό σχέδιο, έναν άλλον -πιθανώς δύσκολο- δρόμο ανάπτυξης, αλλά βιώσιμο, ρεαλιστικό σε αρμονία με τους διαθέσιμους πόρους και με το φυσικό περιβάλλον, σε αυτή την προσπάθεια η εκπαίδευση του τόπου πρέπει να παίξει σπουδαίο ρόλο.
Και έρχομαι στο δεύτερο ερώτημα που δένει με το πρώτο μια και η ολόπλευρη ανάπτυξη του τόπου απαιτεί την κοινή προσπάθεια όλων των κατοίκων της Κύπρου και προυποθέτει τη «καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης, αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με στόχο την απαλλαγή από την κατοχή και την επανένωση της πατρίδας και του λαού μας» (1ος στόχος σχολικής χρονιάς 2008 – 2009). Από την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης και τις νέες προτάσεις λείπει η βούληση  για την καλλιέργεια της συνύπαρξης, αμοιβαίας αποδοχής και προώθησης της συνεργασίας με το σύνοικο στοιχείο. Οι προτάσεις έχουν γραφτεί με όρους  εθνικής κοινότητας και όχι με όρους ενιαίου κράτους.  Αυτό φαίνεται καθαρά από τον εξοβελισμό της διδασκαλίας της δεύτερης επίσημης γλώσσας της Δημοκρατίας (της οποίας η διδασκαλία επιδείκνυε τη διάθεση και βούληση για γνωριμία με την Τ/κ κοινότητα και τις πολιτιστικές της ιδιαιτερότητες, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στις διαπραγματεύσεις ως μέτρο καλής θέλησης).  Δεν προετοιμάζονται οι μαθητές μας να ζήσουν σε μια ενιαία Κύπρο. Αντίθετα γίνεται μια προσπάθεια περιχαράκωσης των νέων που λόγω της έλλειψης ιστορικών γνώσεων κι εμπειριών εύκολα παγιδεύονται  στο γνωστό «τζείνοι ποτζεί, εμείς ποδά».  Μερικοί ίσως να περιμένουν μια «ωραία πρωία» οι ηγέτες να λύσουν το ζήτημα -ερήμην των διαθέσεων της πλεοψηφίας των πολιτών- επιβάλλοντάς τους μια λύση. Πόσο μπορεί να αντέξει μια λύση, όσο ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους θα υποβόσκει η καχυποψία, η μισαλλοδοξία και οι εθνικιστικές εξάρσεις; Άλλωστε, οι ίδιοι, οι εκάστοτε εκλεγμένοι ηγέτες της Κυπριακής Δημοκρατίας όταν μιλούν στα διεθνή φόρα αναφέρονται εμφαντικά στον κυπριακό λαό προκειμένου να πείσουν για τη νομιμότητα του ενιαίου κράτους. Δηλαδή, οι ηγέτες της  Δημοκρατίας μας αποδέχονται ότι η εκπαίδευση της Κύπρου πρέπει να καλλιεργεί  και τα στοιχεία εκείνα που ενώνουν τους Κύπριους πολίτες και που τους χαρακτηρίζουν ως ένα λαό.
Αντί για αυτό παρατηρούμε ότι κάποιες  ιδέες και προτάσεις που περιέχονται στην πρόταση της αρμόδιας επιτροπής φαίνεται να αφορούν ένα εθνοτικά προσανατολισμένο, εσωστρεφές, ανασφαλές και εθνικά ομοιογενές κράτος. Συγκεκριμένα αναφέρεται ως ζητούμενο της διδασκαλίας των Θρησκευτικών  «η διατήρηση της ιστορικής ταυτότητας, με την ιδιαιτερότητα της ημικατεχόμενης πατρίδας μας και συγχρόνως εμπλουτίζεται με στοιχεία από τη θρησκευτικο- πολιτιστική κληρονομιά».  Δηλαδή το μάθημα δεν μένει μόνο στην ανάλυση και στο τυπικό της Χριστιανικής Ορθόδοξης Πίστης, αλλά  αποκτά στοιχεία πατριδογνωσίας, ιστορίας και καλλιέργειας εθνικής συνείδησης και ταυτότητας. Στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο η αύξηση διδασκαλία από το πρωτότυπο των Αρχαίων Ελληνικών αιτιολογείται, διότι «η γλωσσική συνείδηση οικοδομεί την πολιτισμική ταυτότητα, και η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, σε διαρκή αναφορά προς τα Νέα Ελληνικά, ενισχύει τη συνείδηση του ανήκειν.» επειδή  «στην εποχή του κοσμοπολιτισμού και της παγκοσμιοποίησης και των κινδύνων υπό τους οποίους τελεί ο κυπριακός ελληνισμός
 Πιστεύω ότι αυτό που λείπει περισσότερο από τους μαθητές μας, όσο αφορά την πολιτισμική και εθνική τους ταυτότητα,  είναι η  γνωριμία με την πολιτισμική έκφραση όλων των ανθρώπων που ζουν στην Κύπρο. Για αυτό απαιτείται να καλλιεργηθούν συστηματικά  και μεθοδικά τα θετικά στοιχεία που ενώνουν όλο τον κυπριακό λαό, να δοθεί έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κοινές πανανθρώπινες αξίες. Η εκπαίδευση μας ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις μιας λύσης του κυπριακού ας αναδεικνύει τα πολιτισμικά αγαθά όλων των κοινοτήτων της Κύπρου, διατηρώντας άσβεστες όλες τις μνήμες, τους κοινούς αγώνες, τα παραδείγματα ειρηνικής συμβίωσης, τις κοινές δραστηριότητες και εκδηλώσεις, ώστε να προάγει τον διαπολιτισμικό διάλογο και την αμοιβαία κατανόηση.  
                                                                               
 Βασίλης Καφαντάρης,
 εκπαιδευτικός