Υπολογίζεται ότι στη γη
μιλιούνται σήμερα 900 - 1000 γλώσσες και γύρω στις 5.000 διαλέκτους - ιδιώματα
που προστατεύονται από την ΟΥΝΕΣΚΟ. Οι διάλεκτοι δεν είναι σίγουρα άλλες
γλώσσες, αλλά μια εγγενής τάση των γλωσσών. Και φυσικά όλες οι ελληνικές
διάλεκτοι, μεταξύ αυτών και η Κυπριακή, εμπλουτίζουν την ελληνική γλώσσα. Είναι
συνάμα φορέας στοιχείων πολιτισμού και γι' αυτό το λόγο στηρίζονται και
προωθούνται από την Ε.Ε.
Υπάρχει όμως, σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και
στον ελλαδικό χώρο μια φθίνουσα πορεία των διαλέκτων. Αντί λοιπόν να
προστατεύουμε τη διάλεκτό μας, την πολεμούμε. Πιο σωστά, την πολεμά η εκκλησία
και κάποιοι που αφορμούνται από ένα αρρωστημένο εθνικισμό.
Η επίσημη γλώσσα είναι στην
Κύπρο η κοινή ελληνική η οποία μαθαίνεται πάντα μετά την απόχτηση της
διαλέκτου, με τεχνητό τρόπο, σταδιακά για τις ανάγκες του γραπτού, κυρίως,
λόγου. Κάποιοι, και εκπαιδευτικοί, έχουν την πεποίθηση ότι οι Κύπριοι μαθητές
και φοιτητές «δεν ξέρουν ελληνικά». Την αντίληψη αυτή προκαλεί συνήθως η
εμφάνιση κάποιων διαλεκτισμών στα γραπτά τους, τα οποία χαρακτηρίζονται ως
«λάθη».
Στην Κύπρο σήμερα, σε όλες τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης διδάσκεται η κοινή ελληνική. Στο ζήτημα της γλωσσικής παιδείας το
εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου ακολουθεί το αντίστοιχο της Ελλάδας εν πολλοίς.
Στην Κύπρο η ελληνική διδάσκεται και μαθαίνεται και όχι μαθαίνεται και
διδάσκεται - όπως θα συμφωνούσαμε ότι συμβαίνει τουλάχιστον στα αστικά κέντρα
της Ελλάδας. Στην Κύπρο χρησιμοποιείται η επίσημη γλώσσα στον ημερήσιο τύπο -
με εξαίρεση ίσως τις χιουμοριστικές στήλες. Στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο οι
ειδήσεις θα εκφωνηθούν στην κοινή. Τα κυπριακά σίριαλ, όμως, ή κυπριακές
εκπομπές με τοπικό ενδιαφέρον θα είναι στην κυπριακή. Μια πανεπιστημιακή διάλεξη
θα γίνει στην κοινή νέα ελληνική, σ' ένα μικρό όμως φροντιστηριακό μάθημα, όπου
οι αποστάσεις δεν τηρούνται αυστηρά, ο κύπριος καθηγητής θα χρησιμοποιήσει
-πιθανόν - και τη διάλεκτο. Το κήρυγμα στην εκκλησία θα γίνει στην κοινή, αλλά
όχι η εξομολόγηση που θα διεξαχθεί στην κυπριακή.
Υπάρχει φυσικά και η κυπριακή αργκό που τη
συναντάμε κυρίως ανάμεσα στη νεολαία και που είναι, γέννημα της
καθημερινότητας, αποκομμένη από την κοινή ελληνική. Η κυπριακή αργκό
χρησιμοποιεί μηχανισμούς που συναντάμε και σε άλλες γλώσσες, αξιοποιώντας
στοιχεία της διαλέκτου ή δάνεια από την Τουρκική, την Αγγλική ή από την
Ελληνική. Ενδεικτικά ακούμε: «τούβλον», «φκιόρον», «ππούλιν», «μουσιαμμάς»,
«ούτε με πόμπες», «ούτε με σφαίρες» κ.α. Αυτό είναι ένα γενικό φαινόμενο που
μάλιστα κάποτε περνά και στα γενικής χρήσης λεξικά, όπως αυτό του Μπαμπινιώτη.
Έχουν
ενδιαφέρον τα σχόλια του Κώστα Μόντη για τα ποιήματα του στην κυπριακή. Για τον
Μόντη, η κυπριακή στην ποίηση, αλλά και στο θέατρο, αναδίδει μια ξεχωριστή
αίσθηση που οφείλεται στον τρόπο εκμάθησής της. Λέει ο Μόντης: «ελέχθη ότι η
γραφή ποιημάτων στο κυπριακό ιδίωμα είναι μια προσπάθεια φυγής. Κλείνω δηλαδή
την πόρτα στα μεγάλα θέματα... για να βγω έξω να ξεκουραστώ. Νομίζω ότι δεν
είναι αυτός ο λόγος. Μερικά πράγματα από την υφή τους πρέπει να γραφτούν στη
γλώσσα που πρωτομίλησες... Η γλώσσα που πρωτομιλήσαμε είναι πάρα πολύ μεγάλο
πράγμα, που δεν έχει ίσως μελετηθεί ακόμα. Οι λέξεις βγαίνουν ίσα από μέσα σου.
Θα το δείτε ακόμα και στο θέατρο. Όταν οι ηθοποιοί παίζουν κυπριακή ηθογραφία...
είναι άλλοι άνθρωποι. Όταν παίζουν έργο στην πανελλήνια... είναι πάρα πολύ
κατώτεροι. Δεν ξέρω τι ρίζες έχει μέσα μας η γλώσσα που πρωτομιλήσαμε, που δεν
μπορούν ν' αντικατασταθούν με γλώσσα την οποία μάθαμε. Το χαρακτηριστικό των
ποιημάτων μου στην κυπριακή διάλεκτο είναι ότι όλα σχεδόν είναι ερωτικά. Στην
πανελλήνια δεν έχω πολλά ερωτικά ποιήματα, και σου λέει ύστερα ο άλλος: «πήδησε
στον έρωτα για να ξεκουραστεί». (απόσπασμα από συνομιλία του Κ. Μόντη με
φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου, στη Λευκωσία, την άνοιξη του 1988).
Δεν παύει όμως η γλώσσα αυτή ή και αυτή νάναι
προφορική. Εξάλλου η ανθρώπινη γλώσσα έχει πρωτίστως φωνητικό χαρακτήρα και
είναι πολύ φυσικό από εξελικτική ή βιολογική άποψη. Κανένα παιδί δε μαθαίνει
πρώτα να γράφει και μετά να μιλάει. Η ομιλία αναπτύσσεται με φυσικό τρόπο. Για
να μάθει το παιδί να μιλάει, αρκεί να εκτεθεί σε γλωσσικά ερεθίσματα. Αντίθετα
για να μάθει τη γλώσσα του, απαιτείται συστηματική διδασκαλία. Πού υστερούν
λοιπόν οι νέοι μας; Στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο; Δεν υποτιμούμε τη
σημασία της γραφής, δεν πρέπει όμως και να ταυτίζουμε τη γλώσσα με τη γραφή και
να καταλήγουμε σε συμπεράσματα για τη γλώσσα, τους νέους, τη γλωσσική πενία
κλπ.
Διαφωνώ, λοιπόν, με τον
Αρχιεπίσκοπο, ότι η γλώσσα μας κινδυνεύει, ότι η γλωσσική πενία οφείλεται στην
κυπριακή διάλεκτο. Τα αίτια είναι κυρίως κοινωνικά. Καθημερινοί εχθροί της, η
εισβολή της εικόνας, η κακή χρήση της τεχνολογίας και η παρακμή του διαλόγου
σαν αποτέλεσμα του παγώματος των ανθρωπίνων σχέσεων.
Γι' αυτό Μακαριώτατε, εμείς θα
επιμένουμε τα παιδιά μας να διαβάζουν και Λιπέρτη και Λιασίδη και Βασίλη
Μιχαηλίδη και δεν κινδυνεύει η ελληνική γλώσσα απ' αυτούς, ούτε και ο ελληνικός
πολιτισμός, γιατί όπως χαρακτηριστικά λέει και ο ίδιος ο Βασίλης Μιχαηλίδης στην
«9η Ιουλίου», «η Ρωμιοσύνη εννά χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!».
Σωτήρης
Χαραλάμπους
Πρόεδρος Προοδευτικής Κίνησης Καθηγητών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου